- θεοπάθεια
- θεοπάθεια, ἡ (AM)το να πάσχει, να υποφέρει ο θεός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. ευ-πάθεια, συμ-πάθεια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοπασχία — θεοπασχία, ἡ (Μ) η θεοπάθεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πάσχω] … Dictionary of Greek
ԱՍՏՈՒԱԾԱՉԱՐՉԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0328 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. θεοπάθεια theopathia Մոլորութիւն աստուածաչարչարից. *Զկոչեցեալն առ ʼի նոցանէ աստուածաչարչարութիւն մեզ ʼի ներքս բերեն. Պրպմ. ՟Խ՟Ա: *Ճողոպրիչ յաստուածաչրչարութեան կարծեաց. Ժող. հռոմկլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)